Greek Meaning of partly
μερικώς
Other Greek words related to μερικώς
Nearest Words of partly
- partlet => Κότα
- partizan => αντάρτης
- partiya karkeran kurdistan => Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν
- partitively => μερικώς
- partitive => γενική του μερικού
- partitionment => Διαμερισμός partitioning.
- partitionist => Διαιρετικός
- partitioning => διαμερισμός
- partitioned => διαιρεμένος
- partition off => Διαμερίζω
- partner => συνεργάτης
- partner in crime => Συνένοχος
- partner off => συνεργάτης
- partner relation => Σχέση εταίρου
- partnership => εταιρική σχέση
- partnership certificate => πιστοποιητικό εταιρικής σχέσης
- part-of-speech tagger => Μετασημασιολογικός προσδιοριστής
- partook => συμμετείχε
- part-owner => συνιδιοκτήτης
- partridge => πέρδικα
Definitions and Meaning of partly in English
partly (r)
to some extent; in some degree; not wholly
partly (adv.)
In part; in some measure of degree; not wholly.
FAQs About the word partly
μερικώς
to some extent; in some degree; not whollyIn part; in some measure of degree; not wholly.
στα μισά του δρόμου,εν μέρει,μισό,Εν μέρει,ελλιπώς,μέρος,όμορφος,αρκετά,Αρκετά,Αποσπασματικά
όλοι,ολοκληρωτικά,ολόκληρος,πλήρως,τέλεια,αρκετά,ολοκληρωτικά,εξολοκλήρου,απόλυτα,συνολικά
partlet => Κότα, partizan => αντάρτης, partiya karkeran kurdistan => Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν, partitively => μερικώς, partitive => γενική του μερικού,