Greek Meaning of partly

μερικώς

Other Greek words related to μερικώς

Definitions and Meaning of partly in English

Wordnet

partly (r)

to some extent; in some degree; not wholly

Webster

partly (adv.)

In part; in some measure of degree; not wholly.

FAQs About the word partly

μερικώς

to some extent; in some degree; not whollyIn part; in some measure of degree; not wholly.

στα μισά του δρόμου,εν μέρει,μισό,Εν μέρει,ελλιπώς,μέρος,όμορφος,αρκετά,Αρκετά,Αποσπασματικά

όλοι,ολοκληρωτικά,ολόκληρος,πλήρως,τέλεια,αρκετά,ολοκληρωτικά,εξολοκλήρου,απόλυτα,συνολικά

partlet => Κότα, partizan => αντάρτης, partiya karkeran kurdistan => Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν, partitively => μερικώς, partitive => γενική του μερικού,