FAQs About the word partook

συμμετείχε

of Partake, imp. of Partake.

συμμετείχε,ήξερε,κοινός,αποδεκτό,συναντημένος,άντεξε,έμπειρος,Τσόχα,συνάντησε,έλαβε

νηστεύοντας,δίαιτα

part-of-speech tagger => Μετασημασιολογικός προσδιοριστής, partnership certificate => πιστοποιητικό εταιρικής σχέσης, partnership => εταιρική σχέση, partner relation => Σχέση εταίρου, partner off => συνεργάτης,