Greek Meaning of partridgeberry
μύρτιλος
Other Greek words related to μύρτιλος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of partridgeberry
- partridge pea => Αρακάς ο φακοειδής
- partridge => πέρδικα
- part-owner => συνιδιοκτήτης
- partook => συμμετείχε
- part-of-speech tagger => Μετασημασιολογικός προσδιοριστής
- partnership certificate => πιστοποιητικό εταιρικής σχέσης
- partnership => εταιρική σχέση
- partner relation => Σχέση εταίρου
- partner off => συνεργάτης
- partner in crime => Συνένοχος
- parts => μέρη
- parts bin => Κάδος ανταλλακτικών
- parts catalog => Κατάλογος ανταλλακτικών
- parts catalogue => Κατάλογος ανταλλακτικών
- parts department => Τμήμα ανταλλακτικών
- parts inventory => Απογραφή ανταλλακτικών
- part-singing => Πολυφωνία
- partsong => Part-song
- parttime => μερικής απασχόλησης
- part-time => μερική απασχόληση
Definitions and Meaning of partridgeberry in English
partridgeberry (n)
creeping woody plant of eastern North America with shiny evergreen leaves and scarlet berries
FAQs About the word partridgeberry
μύρτιλος
creeping woody plant of eastern North America with shiny evergreen leaves and scarlet berries
No synonyms found.
No antonyms found.
partridge pea => Αρακάς ο φακοειδής, partridge => πέρδικα, part-owner => συνιδιοκτήτης, partook => συμμετείχε, part-of-speech tagger => Μετασημασιολογικός προσδιοριστής,