Greek Meaning of part-time
μερική απασχόληση
Other Greek words related to μερική απασχόληση
Nearest Words of part-time
- parttime => μερικής απασχόλησης
- partsong => Part-song
- part-singing => Πολυφωνία
- parts inventory => Απογραφή ανταλλακτικών
- parts department => Τμήμα ανταλλακτικών
- parts catalogue => Κατάλογος ανταλλακτικών
- parts catalog => Κατάλογος ανταλλακτικών
- parts bin => Κάδος ανταλλακτικών
- parts => μέρη
- partridgeberry => μύρτιλος
Definitions and Meaning of part-time in English
FAQs About the word part-time
μερική απασχόληση
ερασιτεχνικός,Ερασιτεχνικός,Δilletant,άπειρος,αφελή,αμύητος,απροετοίμαστος,μη επαγγελματίας,ανειδίκευτος,Αμόρφωτος
No antonyms found.
parttime => μερικής απασχόλησης, partsong => Part-song, part-singing => Πολυφωνία, parts inventory => Απογραφή ανταλλακτικών, parts department => Τμήμα ανταλλακτικών,