Greek Meaning of self-taught
αυτοδίδακτος
Other Greek words related to αυτοδίδακτος
Nearest Words of self-taught
- self-sustaining => αυτοσυντήρηση
- self-sustained => αυτοσυντηρούμενος
- self-suspicious => καχύποπτος προς τον εαυτό του
- self-suspended => αυτο-ανασταλείς
- self-supporting => αυτάρκης
- self-suggestion => Αυτοπροβολή
- self-sufficing => αυτάρκης
- self-sufficient => αυτάρκης
- self-sufficiency => αυτοβοήθεια
- self-styled => αυτοαποκαλούμενος
Definitions and Meaning of self-taught in English
self-taught (a.)
Taught by one's own efforts.
FAQs About the word self-taught
αυτοδίδακτος
Taught by one's own efforts.
ερασιτέχνης,αυτοδίδακτος,Αυτοδίδακτος,αφελή,αφελης,πρωτόγονος,αυτοδίδακτος,Αμόρφωτος,αδαής,ανόητος
μορφωμένος,δίδαξε,εκπαιδευμένος,εκπαιδευμένος,μορφωμένος
self-sustaining => αυτοσυντήρηση, self-sustained => αυτοσυντηρούμενος, self-suspicious => καχύποπτος προς τον εαυτό του, self-suspended => αυτο-ανασταλείς, self-supporting => αυτάρκης,