Greek Meaning of autodidactic
αυτοδίδακτος
Other Greek words related to αυτοδίδακτος
Nearest Words of autodidactic
- autodidact => Αυτοδίδακτος
- autodefensas unidas de colombia => Ηνωμένες δυνάμεις αυτοάμυνας της Κολομβίας
- auto-de-fe => Αυτό-ντα-φε
- auto-da-fe => Άουτο ντα φε
- autocue => Τηλεοπτική οθόνη
- autocratship => Αυτοκρατορία
- autocratrix => Αὐτοκράτωρ
- autocratorical => αυταρχικός
- autocrator => αυτοκράτορας
- autocratically => αυταρχικά
Definitions and Meaning of autodidactic in English
autodidactic (a)
relating to or having the characteristics of an autodidact
FAQs About the word autodidactic
αυτοδίδακτος
relating to or having the characteristics of an autodidact
ερασιτέχνης,Αυτοδίδακτος,αυτοδίδακτος,αφελή,αφελης,πρωτόγονος,αυτοδίδακτος,Αμόρφωτος,αδαής,ανόητος
μορφωμένος,δίδαξε,εκπαιδευμένος,εκπαιδευμένος,μορφωμένος
autodidact => Αυτοδίδακτος, autodefensas unidas de colombia => Ηνωμένες δυνάμεις αυτοάμυνας της Κολομβίας, auto-de-fe => Αυτό-ντα-φε, auto-da-fe => Άουτο ντα φε, autocue => Τηλεοπτική οθόνη,