Greek Meaning of taught

δίδαξε

Other Greek words related to δίδαξε

Definitions and Meaning of taught in English

Webster

taught (a.)

See Taut.

Webster

taught ()

imp. & p. p. of Teach.

Webster

taught (imp. & p. p.)

of Teach

FAQs About the word taught

δίδαξε

See Taut., imp. & p. p. of Teach., of Teach

ικανός,ικανός,Ικανός,εργοδοτήσιμος,προσαρμοσμένο,με γνώσεις,κατάλληλος,εκπαιδευμένος,εκπαιδευμένος,διδαγμένος

ερασιτέχνης,ερασιτεχνικός,ακατέργαστος,ανίκανος,ανίκανος,άπειρος,Άπειρος,Αγενής,ανίκανος,ακατάλληλος

tau cross => Σταυρός Ταυ, tau coefficient of correlation => Συντελεστής συσχέτισης tau, tau => Tau, tatusiid => ζωνοφόρα, tatum => Τέιτουμ,