Greek Meaning of proficient
επιδέξιος
Other Greek words related to επιδέξιος
- ικανός
- έμπειρος
- ειδικός
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- επιτευχθείς
- άσσος
- ικανός
- Ικανός
- ολοκληρωμένο
- ολοκληρωμένος
- ρωγμή
- εξαιρετικός
- μορφωμένος
- εργοδοτήσιμος
- Χαρισματικός
- καλός
- μεγάλος, καταπληκτικός
- κύριος
- αριστοτεχνικός
- αριστοτεχνικά
- ασκήθηκε
- εξασκηθείς
- επαγγελματικός
- ταλαντούχος
- εκπαιδευμένος
- έμπειρος
- Βετεράνος
- βιρτουόζος
- ικανός
- επιδέξιος
- ευέλικτος
- ευέλικτος
- Έξυπνος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- αποτελεσματικός
- πρόσφορο
- αποδοτικός
- κατάλληλο
- προσαρμοσμένο
- πρακτικός
- με γνώσεις
- μακροπρόθεσμος
- παλιό
- γυαλισμένο
- κατάλληλος
- εκλεπτυσμένος
- εκπαιδευμένος
- ολισθηρός
- σταθεροχέρης
- δίδαξε
- πολυμερής
- εργατικός
- πλήρης
- πολυτάλαντος
- πολυτάλαντος
- διδαγμένος
- ερασιτέχνης
- ερασιτεχνικός
- ακατέργαστος
- ανίκανος
- ανίκανος
- αναποτελεσματικός
- άπειρος
- Άπειρος
- ανίκανος
- ακατάλληλος
- μη επαγγελματίας
- ανειδίκευτος
- άνοστος
- ανειδίκευτος
- άτεχνος
- Αδύναμος
- ακατάλληλος
- ατέχναστος
- αρχή
- Πράσινο
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- άπειρος
- νέος
- πρωτόγονος
- Ωμός
- Αγενής
- Αμόρφωτος
- άταλαντος
- αμαθής
- ανεκπαίδευτος
- αδαής
- πιθανός
- Τσαρλατάνος
- αμήχανος
- αδέξιος
- τραχύς
- άταλαντος
- ατάλαντος
- ακατέργαστος
- άνοστος
- αδοκίμαστος
- αν δοκιμαστεί
Nearest Words of proficient
- proficiently => με επάρκεια
- profile => το προφίλ
- profiling => προφίλ
- profit => κέρδος
- profit and loss => λογαριασμός αποτελεσμάτων
- profit and loss account => λογαριασμός αποτελεσμάτων
- profit margin => Μεικτό κέρδος
- profit sharing => Συμμετοχή στα κέρδη
- profit taker => κερδοσκόπους
- profitability => κερδοφορία
Definitions and Meaning of proficient in English
proficient (s)
having or showing knowledge and skill and aptitude
proficient (a)
of or relating to technique or proficiency in a practical skill
FAQs About the word proficient
επιδέξιος
having or showing knowledge and skill and aptitude, of or relating to technique or proficiency in a practical skill
ικανός,έμπειρος,ειδικός,επιδέξιος,επιδέξιος,επιτευχθείς,άσσος,ικανός,Ικανός,ολοκληρωμένο
ερασιτέχνης,ερασιτεχνικός,ακατέργαστος,ανίκανος,ανίκανος,αναποτελεσματικός,άπειρος,Άπειρος,ανίκανος,ακατάλληλος
proficiency => επάρκεια, proffer => Προσφορά, professorship => καθηγεσία, professorially => επαγγελματικά, professorial => καθηγητικός,