Greek Meaning of proficiently
με επάρκεια
Other Greek words related to με επάρκεια
Nearest Words of proficiently
- profile => το προφίλ
- profiling => προφίλ
- profit => κέρδος
- profit and loss => λογαριασμός αποτελεσμάτων
- profit and loss account => λογαριασμός αποτελεσμάτων
- profit margin => Μεικτό κέρδος
- profit sharing => Συμμετοχή στα κέρδη
- profit taker => κερδοσκόπους
- profitability => κερδοφορία
- profitable => Κερδοφόρος
Definitions and Meaning of proficiently in English
proficiently (r)
in a proficient manner
FAQs About the word proficiently
με επάρκεια
in a proficient manner
ικανοποιητικά,επιδέξια,ικανοί,ικανά,επιδέξια,εύκολα,επιδέξια,δεξιοτεχνικά,προσεγμένα,επιδέξια
ερασιτεχνικά,αφελή,αναποτελεσματικά,ανεπαρκώς,Ανεπίτηδες,φτωχά,αδέξια,αδέξια,αδέξια,Αδέξια
proficient => επιδέξιος, proficiency => επάρκεια, proffer => Προσφορά, professorship => καθηγεσία, professorially => επαγγελματικά,