Greek Meaning of masterfully
δεξιοτεχνικά
Other Greek words related to δεξιοτεχνικά
Nearest Words of masterfully
- masterful => αριστοτεχνικός
- mastered => Κατέκτησε
- masterdom => κυριαρχία
- master-at-arms => Διοικητής όπλων
- master sergeant => ανθυπασπιστής
- master race => ανώτερη φυλή
- master plan => γενικό σχέδιο
- master of theology => Μάστερ Θεολογίας
- master of science in engineering => Mάστερ Επιστημών Μηχανικού
- master of science => Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης (ΜΔΕ)
Definitions and Meaning of masterfully in English
masterfully (r)
in a skillfully masterful manner; with the skill of a master
masterfully (adv.)
In a masterful manner; imperiously.
FAQs About the word masterfully
δεξιοτεχνικά
in a skillfully masterful manner; with the skill of a masterIn a masterful manner; imperiously.
ικανοποιητικά,επιδέξια,επιδέξια,ικανοί,ικανά,επιδέξια,επιδέξια,προσεγμένα,επιδέξια,καλά
ερασιτεχνικά,αφελή,αναποτελεσματικά,ανεπαρκώς,Ανεπίτηδες,φτωχά,αδέξια,αδέξια,αδέξια,Αδέξια
masterful => αριστοτεχνικός, mastered => Κατέκτησε, masterdom => κυριαρχία, master-at-arms => Διοικητής όπλων, master sergeant => ανθυπασπιστής,