Greek Meaning of masterliness
Μαεστρία
Other Greek words related to Μαεστρία
Nearest Words of masterliness
Definitions and Meaning of masterliness in English
masterliness (n.)
The quality or state of being masterly; ability to control wisely or skillfully.
FAQs About the word masterliness
Μαεστρία
The quality or state of being masterly; ability to control wisely or skillfully.
εμπειρία,επαγγελματισμός,ικανότητα,ικανότητα,τέλος,Μαεστρία,γυάλισμα,ταλέντο,δεξιοτεχνία,επιδεξιότητα
,Δειλετταντισμός,απειρία,Απειρία,αδεξιότητα,απροθυμία,Ακαμψία,αδεξιότητα
masterless => αδέσποτος, mastering => ανάπτυξη δεξιοτήτων, masteries => Κυριαρχίες, masterhood => μαεστρία, masterfully => δεξιοτεχνικά,