FAQs About the word inexpertness

Απειρία

Want of expertness or skill.

,Δειλετταντισμός,ανικανότητα,αδεξιότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,απειρία,απροθυμία,Ακαμψία,αδεξιότητα

ικανότητα,εμπειρία,τέλος,Μαεστρία,επαγγελματισμός,ικανότητα,Μαεστρία,γυάλισμα,επάρκεια,δεξιότητα

inexpertly => Ανεπίτηδες, inexpert => Άπειρος, inexperient => άπειρος, inexperienced person => άπειρος, inexperienced => άπειρος,