Greek Meaning of inexpensiveness
Φθηνότητα
Other Greek words related to Φθηνότητα
Nearest Words of inexpensiveness
Definitions and Meaning of inexpensiveness in English
inexpensiveness (n)
the quality of being affordable
FAQs About the word inexpensiveness
Φθηνότητα
the quality of being affordable
προσιτό,φτηνός,λογικός,Προϋπολογισμός,φθηνός,κοψοχρονιά,Χαμηλός,δημοφιλής,φθηνό,φθηνό
δαπανηρός,αγαπητέ/αγαπητή,ντελούξ,ακριβός,υψηλός,πολύτιμος,premium,ακριβός,πολύτιμος,υπερβολικός
inexpensively => φθηνά, inexpensive => φτηνός, inexpediently => ανεξάρτητα, inexpedient => απρεπής, inexpediency => Ανεπάρκεια,