FAQs About the word invaluable

ανεκτίμητο

having incalculable monetary, intellectual, or spiritual worthValuable beyond estimation; inestimable; priceless; precious.

ανεκτίμητος,Ανεκτίμητος,πολύτιμος,αμέτρητος,αμετρήσιμος,πολύτιμος,δαπανηρός,αγαπητέ/αγαπητή,ακριβός,υψηλός

άχρηστος,άχρηστος,άχρηστος,αχρείος,τίποτα

invalorous => Δειλός, invalidness => ακυρότητα, invalidity => ακυρότητα, invalidism => Αναπηρία, invalide => άκυρο,