Greek Meaning of invaluably
ανεκτίμητα
Other Greek words related to ανεκτίμητα
Nearest Words of invaluably
Definitions and Meaning of invaluably in English
invaluably (adv.)
Inestimably.
FAQs About the word invaluably
ανεκτίμητα
Inestimably.
ανεκτίμητος,Ανεκτίμητος,πολύτιμος,αμέτρητος,αμετρήσιμος,πολύτιμος,δαπανηρός,αγαπητέ/αγαπητή,ακριβός,υψηλός
άχρηστος,άχρηστος,άχρηστος,αχρείος,τίποτα
invaluableness => Ανέκτιμος, invaluable => ανεκτίμητο, invalorous => Δειλός, invalidness => ακυρότητα, invalidity => ακυρότητα,