Greek Meaning of dear
αγαπητέ/αγαπητή
Other Greek words related to αγαπητέ/αγαπητή
- δαπανηρός
- ακριβός
- πολύτιμος
- πολύτιμος
- εξωφρενικός
- υψηλός
- υψηλού επιπέδου
- πολυτελής
- premium
- Ανεκτίμητος
- ακριβός
- ακριβό εισιτήριο
- ντελούξ
- υπερβολικός
- Ακριβό
- ανεκτίμητος
- ανεκτίμητο
- Ακριβός
- ακριβό
- απαγορευτικός
- Υψηλός σαν τον ουρανό
- ακριβός
- απότομος
- άκαμπτος
- λαμπρός
- Ακριβότατο
- Απρόσιτο
- μη οικονομικός
- αντισυμφέρουσα
- παράλογος
Nearest Words of dear
Definitions and Meaning of dear in English
dear (n)
a beloved person; used as terms of endearment
a sweet innocent mild-mannered person (especially a child)
dear (s)
dearly loved
with or in a close or intimate relationship
sincerely earnest
having a high price
dear (r)
with affection
at a great cost
dear (superl.)
Bearing a high price; high-priced; costly; expensive.
Marked by scarcity or dearth, and exorbitance of price; as, a dear year.
Highly valued; greatly beloved; cherished; precious.
Hence, close to the heart; heartfelt; present in mind; engaging the attention.
Of agreeable things and interests.
Of disagreeable things and antipathies.
dear (n.)
A dear one; lover; sweetheart.
dear (adv.)
Dearly; at a high price.
dear (v. t.)
To endear.
FAQs About the word dear
αγαπητέ/αγαπητή
a beloved person; used as terms of endearment, a sweet innocent mild-mannered person (especially a child), dearly loved, with or in a close or intimate relation
δαπανηρός,ακριβός,πολύτιμος,πολύτιμος,εξωφρενικός,υψηλός,υψηλού επιπέδου,πολυτελής,premium,Ανεκτίμητος
φτηνός,φτηνός,μέτριος,λογικός,άχρηστος,σε έκπτωση,άχρηστος
deanship => πρυτανεία, deanery => κοσμητεία, deaneries => κοσμητείες, dean swift => Τζόναθαν Σουίφτ, dean martin => Ντιν Μάρτιν,