Greek Meaning of dearest

αγαπητέ

Other Greek words related to αγαπητέ

Definitions and Meaning of dearest in English

Wordnet

dearest (n)

a beloved person; used as terms of endearment

FAQs About the word dearest

αγαπητέ

a beloved person; used as terms of endearment

δαπανηρός,ακριβός,πολύτιμος,πολύτιμος,εξωφρενικός,υψηλός,υψηλού επιπέδου,πολυτελής,premium,Ανεκτίμητος

φτηνός,φτηνός,μέτριος,λογικός,άχρηστος,σε έκπτωση,άχρηστος

deare => αγαπητέ, dear-bought => ακριβοπληρωμένος, dearborn => Ντίρμπορν, dear => αγαπητέ/αγαπητή, deanship => πρυτανεία,