Greek Meaning of deanship
πρυτανεία
Other Greek words related to πρυτανεία
- καπετανία
- προεδρία
- δικτατορία
- στρατηγικό αξίωμα
- νομαρχία
- βασιλεία
- Μαεστρία
- κυριαρχία
- Πρέμιερ Λιγκ
- προεδρία
- Προεδρία
- επιθεώρηση
- αρχηγία
- Διοίκηση
- κυριαρχία
- περιοχή
- Ο eminence
- πρωτοπορία
- Δικαιοδοσία
- μόλυβδος
- Κυριαρχία
- ταλάντευση
- θρόνος
- ανώτερη θέση
- πρωτοπορία
- καρέκλα
- διοίκηση
- ηγεσία
- ύψος
- πηδάλιο
- βάθρο
- κορυφή
- Κάθισμα
- κυριαρχία
- κορυφαίο
Nearest Words of deanship
Definitions and Meaning of deanship in English
deanship (n)
the position or office of a dean
deanship (n.)
The office of a dean.
FAQs About the word deanship
πρυτανεία
the position or office of a deanThe office of a dean.
καπετανία,προεδρία,δικτατορία,στρατηγικό αξίωμα,νομαρχία,βασιλεία,Μαεστρία,κυριαρχία,Πρέμιερ Λιγκ,προεδρία
τάξεις
deanery => κοσμητεία, deaneries => κοσμητείες, dean swift => Τζόναθαν Σουίφτ, dean martin => Ντιν Μάρτιν, dean gooderham acheson => Ντιν Γκουντερνχαμ Ατσέτσον,