Greek Meaning of chairmanship
προεδρία
Other Greek words related to προεδρία
- καπετανία
- πρυτανεία
- δικτατορία
- Διοίκηση
- στρατηγικό αξίωμα
- νομαρχία
- Δικαιοδοσία
- βασιλεία
- Μαεστρία
- κυριαρχία
- Πρέμιερ Λιγκ
- προεδρία
- Προεδρία
- επιθεώρηση
- καρέκλα
- αρχηγία
- κυριαρχία
- περιοχή
- Ο eminence
- πρωτοπορία
- μόλυβδος
- Κάθισμα
- Κυριαρχία
- ταλάντευση
- θρόνος
- ανώτερη θέση
- πρωτοπορία
- διοίκηση
- κεφάλι
- ηγεσία
- ύψος
- πηδάλιο
- βάθρο
- κορυφή
- κυριαρχία
- κορυφαίο
Nearest Words of chairmanship
Definitions and Meaning of chairmanship in English
chairmanship (n)
the position of chairman
chairmanship (n.)
The office of a chairman of a meeting or organized body.
FAQs About the word chairmanship
προεδρία
the position of chairmanThe office of a chairman of a meeting or organized body.
καπετανία,πρυτανεία,δικτατορία,Διοίκηση,στρατηγικό αξίωμα,νομαρχία,Δικαιοδοσία,βασιλεία,Μαεστρία,κυριαρχία
τάξεις
chairman of the board => πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, chairman => πρόεδρος, chairlift => καρεκλοαναβατήρας, chairing => πρόεδρος, chaired => προήδρευσε,