FAQs About the word governorship

νομαρχία

the office of governorThe office of a governor.

έλεγχος,επιμέλεια,επιτροπεία,διαχείριση,εποπτεία,επίβλεψη,κηδεμονία,χέρι(α),φύλαξη,Νοσοκομειακό τμήμα

τάξεις

governor's race => Κυβερνητικές εκλογές, governor's plum => Δαμάσκηνο του κυβερνήτη, governor plum => Δαμάσκηνο του κυβερνήτη, governor general => γενικός κυβερνήτης, governor => κυβερνήτης,