Greek Meaning of governorship
νομαρχία
Other Greek words related to νομαρχία
Nearest Words of governorship
- governor's race => Κυβερνητικές εκλογές
- governor's plum => Δαμάσκηνο του κυβερνήτη
- governor plum => Δαμάσκηνο του κυβερνήτη
- governor general => γενικός κυβερνήτης
- governor => κυβερνήτης
- government-in-exile => Κυβέρνηση εξορισμένη
- governmentally => κυβερνητικά
- governmental => κυβερνητικός
- government security => Κυβερνητική ασφάλεια
- government revenue => Δημόσια έσοδα
Definitions and Meaning of governorship in English
governorship (n)
the office of governor
governorship (n.)
The office of a governor.
FAQs About the word governorship
νομαρχία
the office of governorThe office of a governor.
έλεγχος,επιμέλεια,επιτροπεία,διαχείριση,εποπτεία,επίβλεψη,κηδεμονία,χέρι(α),φύλαξη,Νοσοκομειακό τμήμα
τάξεις
governor's race => Κυβερνητικές εκλογές, governor's plum => Δαμάσκηνο του κυβερνήτη, governor plum => Δαμάσκηνο του κυβερνήτη, governor general => γενικός κυβερνήτης, governor => κυβερνήτης,