Greek Meaning of gowned

ντυμένο

Other Greek words related to ντυμένο

Definitions and Meaning of gowned in English

Wordnet

gowned (s)

wearing a gown

Webster

gowned (p. a.)

Dressed in a gown; clad.

FAQs About the word gowned

ντυμένο

wearing a gownDressed in a gown; clad.

ντυμένος,ντυμένος,ντυμένος,μεταμφιεσμένος,ντυμένος,ενδεδυμένος,ντυμένος,παρατεταγμένοι,στολισμένος,καπαρισμένος

Γυμνός,γυμνός,γυμνός,стрипт,ακατάστατος,εκχωρήθηκε,αποκαλυμμένος,αποκαλυμμένος,Ανεξάρτητο

gown => φόρεμα, gowl => ουρλιαχτό, gowen cypress => κυπαρίσσι Γκόουεν, gowdnook => Γκάουντνουκ, gowdie => ράσο,