Greek Meaning of gownsman
gownsman
Other Greek words related to gownsman
Nearest Words of gownsman
Definitions and Meaning of gownsman in English
gownsman (n.)
Alt. of Gownman
FAQs About the word gownsman
gownsman
Alt. of Gownman
εξωγήινος,ξένος,καλεσμένος,τουρίστας,Επισκέπτης,μη ντόπιο,παροδικός,μη πολίτης
χάμπουργκερ,Πολίτης,αστοί,πολιτης,χωρικός,κάτοικος,κάτοικος,Γηγενής,κάτοικος,κάτοικος
gownman => φόρεμα, gowned => ντυμένο, gown => φόρεμα, gowl => ουρλιαχτό, gowen cypress => κυπαρίσσι Γκόουεν,