Greek Meaning of dweller

κάτοικος

Other Greek words related to κάτοικος

Definitions and Meaning of dweller in English

Wordnet

dweller (n)

a person who inhabits a particular place

Webster

dweller (n.)

An inhabitant; a resident; as, a cave dweller.

FAQs About the word dweller

κάτοικος

a person who inhabits a particular placeAn inhabitant; a resident; as, a cave dweller.

κάτοικος,κάτοικος,κάτοικος,Πολίτης,κάτοικος,κάτοικος,κατοικώ,Γηγενής,κάτοικος,ενοικιαστής

εξωγήινος,ξένος,καλεσμένος,Μη μόνιμος κάτοικος,τουρίστας,παροδικός,Επισκέπτης,Μετανάστης,Εξορία,ομογενής

dwelled => κατοικούσε, dwell on => εμμένω σε, dwell => κατοικώ, dweeb => σπασίκλα, dwaule => dwaule,