Greek Meaning of dweller
κάτοικος
Other Greek words related to κάτοικος
Nearest Words of dweller
- dwelling => κατοικία
- dwelling house => Κατοικία
- dwelt => κατοικούσε
- dwight d. eisenhower => Ντουάιτ Αϊζενχάουερ
- dwight david eisenhower => Ντουάιτ Ντέιβιντ Αϊζενχάουερ
- dwight davis => Ντουάιτ Ντέιβις
- dwight eisenhower => Ντουάιτ Αϊζενχάουερ
- dwight filley davis => Dwight Filley Davis
- dwight lyman moody => Ντουάιτ Λάιμαν Μούντι
- dwindle => μειώνω
Definitions and Meaning of dweller in English
dweller (n)
a person who inhabits a particular place
dweller (n.)
An inhabitant; a resident; as, a cave dweller.
FAQs About the word dweller
κάτοικος
a person who inhabits a particular placeAn inhabitant; a resident; as, a cave dweller.
κάτοικος,κάτοικος,κάτοικος,Πολίτης,κάτοικος,κάτοικος,κατοικώ,Γηγενής,κάτοικος,ενοικιαστής
εξωγήινος,ξένος,καλεσμένος,Μη μόνιμος κάτοικος,τουρίστας,παροδικός,Επισκέπτης,Μετανάστης,Εξορία,ομογενής
dwelled => κατοικούσε, dwell on => εμμένω σε, dwell => κατοικώ, dweeb => σπασίκλα, dwaule => dwaule,