Greek Meaning of defector
λιποτάκτης
Other Greek words related to λιποτάκτης
Nearest Words of defector
Definitions and Meaning of defector in English
defector (n)
a person who abandons their duty (as on a military post)
FAQs About the word defector
λιποτάκτης
a person who abandons their duty (as on a military post)
Αποστάτης,αντάρτης,επαναστάτης,παρίας,αποστάτης,επαναστατικός,προδότης,εγκαταλείπων,ανυπότακτος,δυσαρέσκεια
οπαδός,μαθητής,Ακόλουθος,βασιλικός,οπαδός,φανατικός,μαχητής,μεροληπτικός,αντάρτης,Ζηλωτής
defectiveness => ατέλεια, defectively => ελαττωματικό, defective pleading => Ελαττωματική αγωγή, defective => ελαττωματικός, defectious => ελαττωματικός,