FAQs About the word quisling

Κυίσλιγκ

someone who collaborates with an enemy occupying force

αποστάτης,Δίπλωπος,Ιούδας,προδότης,προσαρμοστικός,Συνωμότης,συνεργάτης,Συνεργάτης,συνωμότης,λιποτάκτης

No antonyms found.

quish => κουίς, quiscalus quiscula => Quiscalus quiscula, quirt => μαστίγιο, quirpele => κιρπέλι, quirl => Αυγόδαρτη,