Greek Meaning of quirkiness

ιδιαιτερότητα

Other Greek words related to ιδιαιτερότητα

Definitions and Meaning of quirkiness in English

Wordnet

quirkiness (n)

a strange attitude or habit

FAQs About the word quirkiness

ιδιαιτερότητα

a strange attitude or habit

χαρακτηριστικός,Εκκεντρικότητα,συνήθεια,Ιδιοσυγκρασία,Μανιερισμός,ιδιαιτερότητα,ιδιαιτερότητα,χαρακτηριστικό,τέχνασμα,στρέφω

συμμόρφωση,ομοιότητα

quirked => εκκεντρικός, quirk moulding => εκκεντρικό καλούπι, quirk molding => ιδιόμορφο καλούπι, quirk bead => Εκκεντρικό χάντρα, quirk => ιδιοτροπία,