Greek Meaning of identity
ταυτότητα
Other Greek words related to ταυτότητα
- αλλοίωση
- αλλαγή
- διαφορά
- διαφωνία
- διαφορά
- ανισότητα
- Ανομοιότητα
- διάκριση
- διακριτότητα
- διακριτότητα
- ατομικότητα
- Τροποποίηση
- Διακριτότητα
- Αποχωρισμός
- μοναδικότητα
- παραλλαγή
- παρέκκλιση
- ετερογένεια
- απόκλιση
- διαφορετικότητα
- διακύμανση
- αντίθεση
- εξωτικότητα
- Ασυμβατότητα
- ασυμφωνία
- ασυμφωνία
- ασυμφωνία
- ασυνήθιστοτητα
Nearest Words of identity
- identities => ταυτότητες
- identism => ταυτότητα
- identikit picture => Φωτογραφία ταυτότητας
- identikit => ταυτότητα
- identifying => Αναγνώριση
- identify => ταυτίζω, αναγνωρίζω
- identifier => αναγνωριστικό
- identified => ταυτοποιήθηκε
- identification particle => Σωματίδιο ταυτοποίησης
- identification => ταυτοποίηση
- identity crisis => Κρίση ταυτότητας
- identity element => Ουδέτερο στοιχείο
- identity matrix => Μονάδα πίνακας
- identity operator => τελεστής ταυτότητας
- identity parade => Παρέλαση αναγνώρισης
- identity theft => Κλοπή ταυτότητας
- identity verification => Επαλήθευση ταυτότητας
- ideo- => ιδεο-
- ideogenical => ιδεογενής
- ideogeny => ιδεογένεση
Definitions and Meaning of identity in English
identity (n)
the distinct personality of an individual regarded as a persisting entity
the individual characteristics by which a thing or person is recognized or known
an operator that leaves unchanged the element on which it operates
exact sameness
identity (n.)
The state or quality of being identical, or the same; sameness.
The condition of being the same with something described or asserted, or of possessing a character claimed; as, to establish the identity of stolen goods.
An identical equation.
FAQs About the word identity
ταυτότητα
the distinct personality of an individual regarded as a persisting entity, the individual characteristics by which a thing or person is recognized or known, an
Ομοιογένεια,ταυτότητα,ενότητα,ομοιότητα,ομοιότητα,ομοιότητα,Ισότητα,ισοδυναμία,Ομολογία,σύμφωνα με
αλλοίωση,αλλαγή,διαφορά,διαφωνία,διαφορά,ανισότητα,Ανομοιότητα,διάκριση,διακριτότητα,διακριτότητα
identities => ταυτότητες, identism => ταυτότητα, identikit picture => Φωτογραφία ταυτότητας, identikit => ταυτότητα, identifying => Αναγνώριση ,