Greek Meaning of exoticness

εξωτικότητα

Other Greek words related to εξωτικότητα

Definitions and Meaning of exoticness in English

Wordnet

exoticness (n)

the quality of being exotic

FAQs About the word exoticness

εξωτικότητα

the quality of being exotic

διακριτότητα,διακριτότητα,ατομικότητα,Διακριτότητα,μοναδικότητα,ασυνήθιστοτητα,παραλλαγή,αλλοίωση,αλλαγή,παρέκκλιση

ταυτότητα,ενότητα,ομοιότητα,Ομοιογένεια,ταυτότητα,Ομοιογένεια,Ομολογία,ταυτότητα

exoticism => εξωτισμός, exotical => εξωτικός, exotic belly dancer => Εξωτική χορεύτρια της κοιλιάς, exotic => Εξωτικός, exothermic reaction => Εξωθερμική αντίδραση,