Greek Meaning of expandable
επεκτάσιμου
Other Greek words related to επεκτάσιμου
Nearest Words of expandable
Definitions and Meaning of expandable in English
expandable (s)
able to expand or be expanded
(of gases) capable of expansion
FAQs About the word expandable
επεκτάσιμου
able to expand or be expanded, (of gases) capable of expansion
Αναπτύσσω,συμπλήρωμα,ενισχύω,συμπλήρωμα,διευρύνω (στο ή στο),επεξεργάζομαι (για),μεγέθυνση (σε ή πάνω),Αναπτύσσω,προσθέτω (σε),τρέχω
πυκνώνω,Σύμβαση,βραχύνω,συντομογραφία,Συντομεύω,συμπιέζω,περίγραμμα,συνοψίζω,συνοψίζω
expand => επεκτείνω, exotropia => Εξωστροφία, exotoxin => εξωτοξίνη, exotism => εξωτικότητα, exoticness => εξωτικότητα,