FAQs About the word expandable

επεκτάσιμου

able to expand or be expanded, (of gases) capable of expansion

Αναπτύσσω,συμπλήρωμα,ενισχύω,συμπλήρωμα,διευρύνω (στο ή στο),επεξεργάζομαι (για),μεγέθυνση (σε ή πάνω),Αναπτύσσω,προσθέτω (σε),τρέχω

πυκνώνω,Σύμβαση,βραχύνω,συντομογραφία,Συντομεύω,συμπιέζω,περίγραμμα,συνοψίζω,συνοψίζω

expand => επεκτείνω, exotropia => Εξωστροφία, exotoxin => εξωτοξίνη, exotism => εξωτικότητα, exoticness => εξωτικότητα,