Greek Meaning of oneness

ενότητα

Other Greek words related to ενότητα

Definitions and Meaning of oneness in English

Wordnet

oneness (n)

the quality of being united into one

Webster

oneness (n.)

The state of being one; singleness in number; individuality; unity.

FAQs About the word oneness

ενότητα

the quality of being united into oneThe state of being one; singleness in number; individuality; unity.

συγγένεια,φιλία,ευγένεια,συντροφικότητα,συμβατότητα,ομόνοια,σύνδεση,ενσυναίσθηση,φιλία,Αρμονία

αποξένωση,ανταγωνισμός,Αντιπάθεια,παραβίαση,Διαζύγιο,έχθρα,αποξένωση,Εχθρότητα,ρήξη,αποζημίωση απόλυσης

one-millionth => εκατομμυριοστό, onement => ενότητα, one-member => Μονεμφερές, one-man rule => Μονοκρατορία, one-man => ένας άντρας,