Greek Meaning of fraternization

αδελφοποίηση

Other Greek words related to αδελφοποίηση

Definitions and Meaning of fraternization in English

Wordnet

fraternization (n)

associating with others in a brotherly or friendly way; especially with an enemy

Webster

fraternization (n.)

The act of fraternizing or uniting as brothers.

FAQs About the word fraternization

αδελφοποίηση

associating with others in a brotherly or friendly way; especially with an enemyThe act of fraternizing or uniting as brothers.

φιλία,συνεργασία,ευγένεια,συντροφικότητα,συμβατότητα,Φιλικότητα,φιλία,αμοιβαιότητα,συμφωνία,καμπάνες

ανταγωνισμός,σύγκρουση,διχόνοια,διαφωνία,Εχθρότητα,διακύμανση,αποξένωση,Αντιπάθεια,παραβίαση,διαταραχή

fraternity house => Αδελφότητα, fraternity => αδελφότητα, fraternities => φοιτητικές αδελφότητες, fraternism => αδελφοσύνη, fraternise => αδελφοποιούμαι,