Greek Meaning of compatibility

συμβατότητα

Other Greek words related to συμβατότητα

Definitions and Meaning of compatibility in English

Wordnet

compatibility (n)

a feeling of sympathetic understanding

capability of existing or performing in harmonious or congenial combination

FAQs About the word compatibility

συμβατότητα

a feeling of sympathetic understanding, capability of existing or performing in harmonious or congenial combination

Αρμονία,Ειρήνη,συνεργασία,ευγένεια,ομόνοια,φιλία,γαλήνη,Αλληλεγγύη,ενότητα,συγγένεια

ανταγωνισμός,σύγκρουση,διχόνοια,διαφωνία,Εχθρότητα,διακύμανση,αποξένωση,Αντιπάθεια,παραβίαση,διαταραχή

compassionateness => συμπόνια, compassionately => συμπονετικά, compassionate leave => Άδεια συμπόνιας, compassionate => συμπονετικός, compassion => Συμπόνια,