Greek Meaning of severance
αποζημίωση απόλυσης
Other Greek words related to αποζημίωση απόλυσης
- αποξένωση
- διακλάδωση
- παραβίαση
- χωρισμός
- διάσπαση
- δυσαρέσκεια
- διάλυση
- διχόνοια
- Διαζύγιο
- αποξένωση
- Κλασματοποίηση
- ρήγμα
- ρήξη
- Σχίσμα
- Αποχωρισμός
- διαχωρίζω
- Απόσχιση
- εχθρότητα
- ανταγωνισμός
- Αντιπάθεια
- πικρία
- δυσαρέσκεια
- διαμάχη
- τμήμα
- Πικρία
- δηλητηρίαση
- Βεντέτα
- Εχθρότητα
- διαμέρισμα
- μνησικακία
- ξίνισμα
- βεντέτα
- διαφωνία
- κατακερματισμός
- επιδείνωση
- διαμάχη
- Ανοησίες
- επιχείρημα
- διαμάχη
- Βασιλική μάχη
- διαπληκτίζομαι
- καβγάς
- απρόοπτο
- διαμάχη
- διαφωνία
- Απογοήτευση
- απογοήτευση
- μάχη
- οργή
- θυμός
- φασαρία
- μπέρδεμα
- θυμίαμα
- αγανάκτηση
- οργή
- οργή
- Kick-up
- παρεξήγηση
- Εξοργισμός
- καβγάς
- οργή
- Ρεβένι
- Σειρά
- σκραπ
- έτοιμο
- φτύσιμο
- σπλήνας
- καβγάς
- κόντρα
- τσακωμό
- οργή
- Διασταυρούμενα πυρά
- Ντόννυμπρουκ
Nearest Words of severance
- severance agreement => Συμφωνία απόλυσης
- severe => σοβαρός
- severe acute respiratory syndrome => Σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο
- severe combined immunodeficiency => Σοβαρή Συνδυασμένη Ανοσοανεπάρκεια
- severe combined immunodeficiency disease => Σοβαρή συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια
- severed => αποκομμένος
- severely => σοβαρά
- severeness => αυστηρότητα
- severing => διαχωρισμός
- severities => εντάσεις
Definitions and Meaning of severance in English
severance (n)
a personal or social separation (as between opposing factions)
the act of severing
severance (n.)
The act of severing, or the state of being severed; partition; separation.
The act of dividing; the singling or severing of two or more that join, or are joined, in one writ; the putting in several or separate pleas or answers by two or more disjointly; the destruction of the unity of interest in a joint estate.
FAQs About the word severance
αποζημίωση απόλυσης
a personal or social separation (as between opposing factions), the act of severingThe act of severing, or the state of being severed; partition; separation., T
αποξένωση,διακλάδωση,παραβίαση,χωρισμός,διάσπαση,δυσαρέσκεια,διάλυση,διχόνοια,Διαζύγιο,αποξένωση
συμφωνία,κατευνασμός,συμφιλίωση,Ειρήνευση,συμφιλίωση,συνδικαλιστική οργάνωση,συμφωνία,ομοφωνία,τρυφερότητα,σύντηξη
severalty => χωριστά, several-seeded => πολυσπέρμιο, severally => ξεχωριστά, severalize => αρκετοί, severality => αυτονομία,