Greek Meaning of disenchantment

Απογοήτευση

Other Greek words related to Απογοήτευση

Definitions and Meaning of disenchantment in English

Wordnet

disenchantment (n)

freeing from false belief or illusions

Webster

disenchantment (n.)

The act of disenchanting, or state of being disenchanted.

FAQs About the word disenchantment

Απογοήτευση

freeing from false belief or illusionsThe act of disenchanting, or state of being disenchanted.

δυσαρέσκεια,απογοήτευση,Μπλουζ,απογοήτευση,Απογοήτευση,δυσαρέσκεια,δυσαρέσκεια,δυσαρέσκεια,δυσαρέσκεια,δυσαρέσκεια

περιεχόμενο,ικανοποίηση,εκπλήρωση,εκπλήρωση,ικανοποίηση,ικανοποίηση,μακαριότητα,ικανοποίηση,ευτυχία,χαρά

disenchanting => απογοητευμένος, disenchanter => απογοητευτικός, disenchanted => απογοητευμένος, disenchant => απογοητεύω, disenchained => απολύθηκε,