Greek Meaning of discontentment
δυσαρέσκεια
Other Greek words related to δυσαρέσκεια
Nearest Words of discontentment
- discontentive => δυσαρεστημένος
- discontenting => δυσαρεστημένος
- discontentful => δυσαρεστημένος
- discontentedness => δυσαρέσκεια
- discontentedly => δυσαρεστημένα
- discontented => δυσαρεστημένος
- discontentation => δυσαρέσκεια
- discontent => δυσαρέσκεια
- disconsolation => απογοήτευση
- disconsolateness => αποθάρρυνση
Definitions and Meaning of discontentment in English
discontentment (n)
a longing for something better than the present situation
discontentment (n.)
The state of being discontented; uneasiness; inquietude.
FAQs About the word discontentment
δυσαρέσκεια
a longing for something better than the present situationThe state of being discontented; uneasiness; inquietude.
δυσαρέσκεια,δυσαρέσκεια,δυσαρέσκεια,δυσαρέσκεια,δυσαρέσκεια,Μνησικακία,παράπονο,πικρία,Μπλουζ,απογοήτευση
ικανοποίηση,ευτυχία,χαρά,ευχαρίστηση,ικανοποίηση,μακαριότητα,ικανοποίηση,ευδαιμονία,χαρά,θρίαμβος
discontentive => δυσαρεστημένος, discontenting => δυσαρεστημένος, discontentful => δυσαρεστημένος, discontentedness => δυσαρέσκεια, discontentedly => δυσαρεστημένα,