Greek Meaning of elatedness
ευφορία
Other Greek words related to ευφορία
- στα ύψη του ουρανού
- ευχαρίστηση
- έκσταση
- ευτυχία
- ουρανός
- υψηλός
- χαρά
- Έβδομος ουρανός
- μεταφορά
- μακαριότητα
- Μακαριότητα
- ευφορία
- ευφορία
- ευφορία
- Μανία
- Γκλί
- Χαρά
- παράδεισος
- ευχαρίστηση
- έκσταση
- ραψωδία
- λιποθυμία
- έκσταση
- ευλογια
- ζητωκραυγές
- ευθυμία
- μαγεία
- εξύψωση
- υπερβολή
- ευδαιμονία
- Θέρμη
- χαρά
- χαρά
- χαρά
- έμπνευση
- χαρά
- Αγαλλίαση
- Τρέλα
- πάθος
- Ονειροπόληση
Nearest Words of elatedness
Definitions and Meaning of elatedness in English
elatedness (n.)
The state of being elated.
FAQs About the word elatedness
ευφορία
The state of being elated.
στα ύψη του ουρανού,ευχαρίστηση,έκσταση,ευτυχία,ουρανός,υψηλός,χαρά,Έβδομος ουρανός,μεταφορά,μακαριότητα
κατάθλιψη,δυστυχία,Λύπη,Μπλουζ,απελπισία,μελαγχολία,μελαγχολία,Δυστυχία,συμφορά,δυστυχία
elatedly => με χαρά, elated => χαρούμενος, elate => αγαλλιάζω, elastosis => ελαστίνωση, elastoplast => επίθεμα,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)