Greek Meaning of euphoria

ευφορία

Other Greek words related to ευφορία

Definitions and Meaning of euphoria in English

Wordnet

euphoria (n)

a feeling of great (usually exaggerated) elation

FAQs About the word euphoria

ευφορία

a feeling of great (usually exaggerated) elation

έκσταση,ευφορία,ευτυχία,ουρανός,χαρά,μακαριότητα,Μακαριότητα,ευχαρίστηση,ευφορία,Μανία

κατάθλιψη,δυστυχία,Λύπη,Δυστυχία,Μπλουζ,απογοήτευση,απελπισία,απογοήτευση,μελαγχολία,μελαγχολία

euphorbium => ευφορβία, euphorbin euphorbine => εφόρβίνη, euphorbial => ευφορβιάδες, euphorbiaceous => Ευφορβιοειδή, euphorbiaceae => Ευφορβιίδες,