Greek Meaning of desolation
ερήμωση
Other Greek words related to ερήμωση
- αγωνία
- κατάθλιψη
- μελαγχολία
- Πένθος
- Λύπη
- Θλίψη
- Λύπη
- αγωνία
- μελαγχολία
- Μπλουζ
- πλήξη
- απογοήτευση
- απελπισία
- απελπισία
- απογοητευμένος
- απογοήτευση
- απογοήτευση
- δυσφορία
- μελαγχολία
- χωματερές
- Απομόνωση
- μελαγχολία
- μελαγχολία
- μελαγχολία
- θλίψη
- Καρδιοπάθεια
- Αχαρά
- Αθλιότητα
- δυστυχία
- πένθος
- Καταπίεση
- πόνος
- Δυστυχία
- αποθάρρυνση
- Αποθάρρυνση
- αποθάρρυνση
- απογοήτευση
- αδράνεια
- θλίψη
- πόνος
- απογοήτευση
- ζοφερός
- ανία
- απελπισία
- Μελαγχολία
- Κατάθλιψη
- λυπάται
- Νοσηρότητα
- κακή διάθεση
- μετανόηση
- Αυτολύπηση
- μελαγχολία
- Ανία
- συμφορά
- Θλίψη
- δυστυχία
- μακαριότητα
- έκσταση
- ευφορία
- ευφορία
- ευφορία
- υπερβολή
- αγαλλίαση
- ευδαιμονία
- χαρά
- χαρά
- χαρά
- Γκλί
- ευτυχία
- ουρανός
- χαρά
- Χαρά
- χαρά
- Αγαλλίαση
- ευθυμία
- χαρά
- έκσταση
- Μακαριότητα
- ζητωκραυγές
- ευθυμία
- χαρά
- περιεχόμενο
- ικανοποίηση
- ικανοποίηση
- ευφορία
- ομοφυλοφιλία
- χαρά
- χαρά
- ελπίδα
- χιούμορ
- Χαρά
- φιλικότητα
- Ξενοιασιά
- Χαρά
- ικανοποίηση
- έκσταση
- ευχαρίστηση
- ικανοποίηση
- ηλιοφάνεια
Nearest Words of desolation
Definitions and Meaning of desolation in English
desolation (n)
the state of being decayed or destroyed
a bleak and desolate atmosphere
sadness resulting from being forsaken or abandoned
an event that results in total destruction
desolation (n.)
The act of desolating or laying waste; destruction of inhabitants; depopulation.
The state of being desolated or laid waste; ruin; solitariness; destitution; gloominess.
A place or country wasted and forsaken.
FAQs About the word desolation
ερήμωση
the state of being decayed or destroyed, a bleak and desolate atmosphere, sadness resulting from being forsaken or abandoned, an event that results in total des
αγωνία,κατάθλιψη,μελαγχολία,Πένθος,Λύπη,Θλίψη,Λύπη,αγωνία,μελαγχολία,Μπλουζ
μακαριότητα,έκσταση,ευφορία,ευφορία,ευφορία,υπερβολή,αγαλλίαση,ευδαιμονία,χαρά,χαρά
desolating => ερημωτικός, desolater => ερημωτής, desolateness => ερημοπνία, desolately => ερημωμένα, desolated => ερημωμένος,