Greek Meaning of morbidness
Νοσηρότητα
Other Greek words related to Νοσηρότητα
- μακαριότητα
- ευθυμία
- έκσταση
- ευφορία
- ευφορία
- ευφορία
- υπερβολή
- αγαλλίαση
- ευδαιμονία
- χαρά
- χαρά
- ομοφυλοφιλία
- χαρά
- Γκλί
- ευτυχία
- ουρανός
- χιούμορ
- Χαρά
- φιλικότητα
- χαρά
- Χαρά
- χαρά
- Αγαλλίαση
- Ξενοιασιά
- ευθυμία
- χαρά
- έκσταση
- Μακαριότητα
- ζητωκραυγές
- χαρά
- περιεχόμενο
- ικανοποίηση
- ικανοποίηση
- ευφορία
- χαρά
- χαρά
- ικανοποίηση
- ελπίδα
- Χαρά
- ικανοποίηση
- ηλιοφάνεια
- έκσταση
- ευχαρίστηση
Nearest Words of morbidness
Definitions and Meaning of morbidness in English
morbidness (n)
an abnormally gloomy or unhealthy state of mind
the quality of being unhealthful and generally bad for you
morbidness (n.)
The quality or state of being morbid; morbidity.
FAQs About the word morbidness
Νοσηρότητα
an abnormally gloomy or unhealthy state of mind, the quality of being unhealthful and generally bad for youThe quality or state of being morbid; morbidity.
πλήξη,ζοφερός,ανία,απελπισία,κακή διάθεση,μετανόηση,Ανία,απελπισία,απελπισία,Αποθάρρυνση
μακαριότητα,ευθυμία,έκσταση,ευφορία,ευφορία,ευφορία,υπερβολή,αγαλλίαση,ευδαιμονία,χαρά
morbidly => νοσηρά, morbidity => Νοσηρότητα, morbidezza => απαλότητα, morbid => νοσηρός, moray firth => Moray Firth,