Greek Meaning of dolor

πόνος

Other Greek words related to πόνος

Definitions and Meaning of dolor in English

Wordnet

dolor (n)

(poetry) painful grief

Webster

dolor (n.)

Pain; grief; distress; anguish.

FAQs About the word dolor

πόνος

(poetry) painful griefPain; grief; distress; anguish.

αγωνία,θλίψη,Θλίψη,αγωνία,δυσφορία,ενοχή,πόνος στην καρδιά,Σπαρακτικός,μελαγχολία,δυστυχία

ευλογια,μακαριότητα,ζητωκραυγές,ευθυμία,χαρά,ευχαρίστηση,έκσταση,ευφορία,ευφορία,ευφορία

dolophine hydrochloride => Υδροχλωρική δολοφίνη, dolomize => δολομίτισα, dolomitic => δολομιτικός, dolomite alps => Δολομίτες, dolomite => Δολομίτης,