Greek Meaning of desolating

ερημωτικός

Other Greek words related to ερημωτικός

Definitions and Meaning of desolating in English

Webster

desolating (p. pr. & vb. n.)

of Desolate

FAQs About the word desolating

ερημωτικός

of Desolate

επιζήμιος,κατεδάφιση,Καταστροφικός,καταστροφικός,υπερνίκηση,καταστροφική,συντριπτικός,φανταστικός,καταστρεπτικός,εξολοθρευτικός

κτίριο,ανεγείροντας,επιδιόρθωση,σχηματίζοντας,κατασκευή,ανατροφή,ανατροφή,επισκευή,διαμόρφωση,κατασκευή

desolater => ερημωτής, desolateness => ερημοπνία, desolately => ερημωμένα, desolated => ερημωμένος, desolate => έρημος,