Greek Meaning of taking out
παίρνοντας έξω
Other Greek words related to παίρνοντας έξω
- εμφιάλωση
- περιέχοντας
- Ελεγχόμενος
- Κυβερνών
- χειρισμός
- συγκράτηση
- διαχείριση
- τραβώντας
- καταπιεστικός
- κατασταλτικός
- έλεγχος
- περιοριστική
- κράσπεδο
- καταστολή
- περιορισμός (σε)
- συγκρατημένος
- ασφυκτικός
- κατευναστικός
- εξημέρωση
- κατευναστικός
- Χαλινάρι
- ασφυξία
- ανασταλτικός
- χαλαρωτικό
- βάζω στην τσέπη
- κατευναστικός
- καταπιεστικός
- αποπνικτικός
- καταπραϋντικό
- Κατάποση
Nearest Words of taking out
- taking one's time => Παίρνοντας το χρόνο του
- taking on => αναλαμβάνοντας
- taking off (on) => απογείωση (σε)
- taking off (from) => Απογειωμένο από
- taking off => απογείωση
- taking issue => να υιοθετήσει θέση
- taking in => παραλαμβάνω
- taking hold (of) => αρπάζω (κάποιον ή κάτι)
- taking for granted => θεωρώ δεδομένο
- taking for a ride => Παίρνω βόλτα
Definitions and Meaning of taking out in English
taking out
to find release for, exclude, omit, knock out, to take away, withdraw, withhold, to take as an equivalent in another form, to overcall (a bridge partner) in a different suit, to take as payment in another form, kill, destroy, to start on a course, to arrange for (insurance), deduct, separate, remove entry 1 sense 4, something taken out or prepared to be taken out, to obtain from the proper authority, prepared food packaged to be consumed away from its place of sale, to expend anger, vexation, or frustration in harassment of, an establishment selling takeout, eliminate, prepared food packaged to be eaten away from its place of sale, of, relating to, selling, or being food not to be consumed on the premises, the action or an act of taking out, an article (as in a newspaper) printed on consecutive pages so as to be conveniently removed, to conduct or escort into the open or to a public entertainment, something taken out or made to be taken out, an intensive study or report
FAQs About the word taking out
παίρνοντας έξω
to find release for, exclude, omit, knock out, to take away, withdraw, withhold, to take as an equivalent in another form, to overcall (a bridge partner) in a d
παίζω με,παραχωρείν το δρόμο (σε),Απελευθέρωση,απελευθερώνοντας,εκφράζοντας,εξαερισμός,φωνή,αερισμός,χαλαρός,δηλώνοντας
εμφιάλωση,περιέχοντας,Ελεγχόμενος,Κυβερνών,χειρισμός,συγκράτηση,διαχείριση,τραβώντας,καταπιεστικός,κατασταλτικός
taking one's time => Παίρνοντας το χρόνο του, taking on => αναλαμβάνοντας, taking off (on) => απογείωση (σε), taking off (from) => Απογειωμένο από, taking off => απογείωση,