Greek Meaning of taking issue

να υιοθετήσει θέση

Other Greek words related to να υιοθετήσει θέση

Definitions and Meaning of taking issue in English

taking issue

to adopt or express an opposed or contrary view or position

FAQs About the word taking issue

να υιοθετήσει θέση

to adopt or express an opposed or contrary view or position

διαφωνώντας,διαφορετικό,διαφωνούντας,αντικείμενος,διαμαρτυρόμενος,υποστηρίζοντας,λογομαχία,συγκρουόμενο,σύγκρουση,Αντιφατικό

Αποδεκτός,Συμφωνία,συμμορφούμενος,σύμφωνος,αναβολή,τα πηγαίνω καλά,συναίνων,συνεργαζόμενοι,ανένδοτος,συγκαταθέτοντας

taking in => παραλαμβάνω, taking hold (of) => αρπάζω (κάποιον ή κάτι), taking for granted => θεωρώ δεδομένο, taking for a ride => Παίρνω βόλτα, taking for => λαμβάνοντας για,