Greek Meaning of taking effect
Tίθεται σε ισχύ
Other Greek words related to Tίθεται σε ισχύ
Nearest Words of taking effect
- taking down => Κατεβάζω
- taking care of => φροντίδα
- taking by surprise => τον πιάνω απροετοίμαστο
- taking back => Επαναλαμβάνω
- taking aback => Έκπληξη
- taking a walk => περπάτημα
- taking a powder => το βάζω στα πόδια
- taking a hike => Πηγαίνω μια βόλτα
- taking (out) => λήψη (έξω)
- taking (away) => υπερανάληψη (τραπεζών)
- taking exception => λήψη εξαίρεσης
- taking for => λαμβάνοντας για
- taking for a ride => Παίρνω βόλτα
- taking for granted => θεωρώ δεδομένο
- taking hold (of) => αρπάζω (κάποιον ή κάτι)
- taking in => παραλαμβάνω
- taking issue => να υιοθετήσει θέση
- taking off => απογείωση
- taking off (from) => Απογειωμένο από
- taking off (on) => απογείωση (σε)
Definitions and Meaning of taking effect in English
taking effect
to begin producing an expected or intended effect or result, to become operative
FAQs About the word taking effect
Tίθεται σε ισχύ
to begin producing an expected or intended effect or result, to become operative
λειτουργική,αποδίδει,λήψη,κρατώντας,λειτουργική,Υποκριτική,αντιδρώντας,απάντηση,Αποτέλεσμα,επηρεάζοντας
Αντιστροφή πυροδότησης,σιγοβράζω
taking down => Κατεβάζω, taking care of => φροντίδα, taking by surprise => τον πιάνω απροετοίμαστο, taking back => Επαναλαμβάνω, taking aback => Έκπληξη,