Greek Meaning of taking aback
Έκπληξη
Other Greek words related to Έκπληξη
- εκπληκτικός
- εκπληκτικός
- μπόουλινγκ πέρα
- συγκλονιστικό
- Εντυπωσιακός
- εκπληκτικός
- εκπληκτικό
- τον πιάνω απροετοίμαστο
- Εκπληκτικός
- Ξεφύσημα
- εκπληκτικό
- Εκπληκτικό
- Εκπληκτικό
- ταλαντευόμενο
- σεισμός
- καταπληκτικός
- εκπληκτικός
- βροντώδης
- συγκεχυμένος
- απογοητευτικό
- τυφλωτικό
- ενοχλητικός
- συγκεχυμένος
- εκτυφλωτικό
- Αμήχανος
- ανησυχητικός
- αποθαρρυντικός
- δάπεδο
- ενοχλητικός
- σοκάρω
- Ανακατωμένος
- απογοητευτικό
- αναπάντεχος
- μπερδεμένος
Nearest Words of taking aback
- taking a walk => περπάτημα
- taking a powder => το βάζω στα πόδια
- taking a hike => Πηγαίνω μια βόλτα
- taking (out) => λήψη (έξω)
- taking (away) => υπερανάληψη (τραπεζών)
- takes to the cleaners => παίρνει στο καθαριστήριο
- takes out => παίρνει
- takes off (from) => απογειώνεται (από)
- takes off => απογειώνεται
- takes in => παίρνει μέσα
- taking back => Επαναλαμβάνω
- taking by surprise => τον πιάνω απροετοίμαστο
- taking care of => φροντίδα
- taking down => Κατεβάζω
- taking effect => Tίθεται σε ισχύ
- taking exception => λήψη εξαίρεσης
- taking for => λαμβάνοντας για
- taking for a ride => Παίρνω βόλτα
- taking for granted => θεωρώ δεδομένο
- taking hold (of) => αρπάζω (κάποιον ή κάτι)
Definitions and Meaning of taking aback in English
taking aback
to surprise or shock (someone)
FAQs About the word taking aback
Έκπληξη
to surprise or shock (someone)
εκπληκτικός,εκπληκτικός,μπόουλινγκ πέρα,συγκλονιστικό,Εντυπωσιακός,εκπληκτικός,εκπληκτικό,τον πιάνω απροετοίμαστο,Εκπληκτικός,Ξεφύσημα
No antonyms found.
taking a walk => περπάτημα, taking a powder => το βάζω στα πόδια, taking a hike => Πηγαίνω μια βόλτα, taking (out) => λήψη (έξω), taking (away) => υπερανάληψη (τραπεζών),