Greek Meaning of taking a walk

περπάτημα

Other Greek words related to περπάτημα

Definitions and Meaning of taking a walk in English

taking a walk

to go away

FAQs About the word taking a walk

περπάτημα

to go away

εγγύηση,κόψιμο,αναχωρούντος,εκκενώνω,πηγαίνω,μετακινούμενο,Τραβώντας,διακοπή καπνίσματος,Απογείωση,απελευθέρωση

Άφιξη,ερχομένων,εναπομείναν,μόνιμος,προσεγγίζοντας,κλείσιμο,κατοικία,διαμονή,πλησιάζοντας,κατακάθιση

taking a powder => το βάζω στα πόδια, taking a hike => Πηγαίνω μια βόλτα, taking (out) => λήψη (έξω), taking (away) => υπερανάληψη (τραπεζών), takes to the cleaners => παίρνει στο καθαριστήριο,