Greek Meaning of fleeing
φυγόδικος
Other Greek words related to φυγόδικος
Nearest Words of fleeing
Definitions and Meaning of fleeing in English
fleeing (p. pr. & vb. n.)
of Flee
FAQs About the word fleeing
φυγόδικος
of Flee
εξαφανιζόμενο,ξεθώριασμα,ιπτάμενος,τήξη,εξαφανιζόμενος,αποϋλοποίηση,διαλυόμενος,διαλυτικός,εξατμιζόμενος,βύθιση
φαινόμενος,Άφιξη,αναδυόμενη,coming out,έκδοση,προδιαγραφόμενος,υλοποιούμενο,απόδραση,Φαίνεται
fleecy => χνουδωτός, fleecing => κούρεμα, fleecer => κουρευτής, fleeceless => χωρίς μαλλί, fleeced => κουρεμένος,