Greek Meaning of fleeced
κουρεμένος
Other Greek words related to κουρεμένος
- Απατημένος
- εξαπατημένη
- εξαπατημένος
- έσπευσε
- μαδημένο
- βιδωμένο
- κολλημένος
- τσιμπημένος
- συμπιεσμένο
- εξαπατήθηκε
- ρυθμός
- προδομένος/η
- Απατεώνας
- αιμορραγία
- σκαλισμένο
- σμιλεμένος
- κορόιδεψα
- έκανε
- εκμεταλλευμένος
- εκβιασμένος
- βιολί
- εξαπατημένος
- αρπάζουν
- τιμωρήσει
- Διευρυμένος
- καμπύλη
- γδαρμένος
- απάτη
- Αυταπατώμενος
- θύμα
- διαστρεμμένο
- εξαπατηθείς
- ξεγελώ
- εξαπάτησε
- ξεγέλασα
- Ξεγελαμένος
- έριξα νερό
- κουτσός
- Ξεγελάστηκα
- δόνηση
- αδικημένος
- βραχυκυκλωμένος
- Μεθυσμένος
- άκαμπτος
- ξεγελασμένοι
- Μπερδεμένος
- ψαλιδισμένο
- Εξαπατημένος
- σκαμμένο
- εξαπατημένος
- αμέλξε
- χαραγμένο
- βρεγμένος
- wrest
- στίβω
- Γκρίνιαζε
- έκανε σε
- Διπλή προδοσία
- Υπερφορτωμένος
- παγιδευμένος (σε)
- Πούλησε ένα λογαριασμό εμπορευμάτων σε
- Έκανε μια βόλτα
- το πήγε στο καθαριστήριο
Nearest Words of fleeced
Definitions and Meaning of fleeced in English
fleeced (imp. & p. p.)
of Fleece
fleeced (a.)
Furnished with a fleece; as, a sheep is well fleeced.
Stripped of a fleece; plundered; robbed.
FAQs About the word fleeced
κουρεμένος
of Fleece, Furnished with a fleece; as, a sheep is well fleeced., Stripped of a fleece; plundered; robbed.
Απατημένος,εξαπατημένη,εξαπατημένος,έσπευσε,μαδημένο,βιδωμένο,κολλημένος,τσιμπημένος,συμπιεσμένο,εξαπατήθηκε
No antonyms found.
fleeceable => που μπορεί να ξεγελάσει, fleece => μαλλί πρόβατου, flee => Τρέπω σε φυγή, fledgling => νεοσσός, fledging => νεοσσός,