FAQs About the word chiselled

σμιλεμένος

of Chisel

κόβω,άπαχο,ευλύγιστος,αδύνατο,λεπτή,αδύνατος,εφεδρικό,λεπτός,Λεπτή

παχουλός,κορpulεντ,λίπος,Σαρκώδης,γεμάτος,αηδιαστικός,παχύσαρκος,Παχυσαρκία,παχύσαρκος,παχουλός

chiseling => σμίλευμα, chiseler => απατεώνας, chiseled => σκαλισμένο, chisel steel => Χάλυβας για σμίλες, chisel in => καλέμι,