FAQs About the word fleshy

Σαρκώδης

usually describes a large person who is fat but has a large frame to carry it, of or relating to or resembling fleshFull of, or composed of, flesh; plump; corpu

Ζουμερός,πολτώδης,Παχύφυτο,δακρύβρεχτος,Υδαρής

αφυδατωμένος,αποξηραμένος,ξηρός,άχυμος,Χωρίς χυμό,σοτάρω,ζαρωμένος,ρυτιδωμένος,μαραμένος,ξερός

fleshquake => σεισμός του σώματος, fleshpot => κρεατοδοχείο, fleshmonger => Κρεοπώλης, fleshment => σάρκωση, fleshly => σαρκικός,